- ἀναβιβασμοῦ
- ἀναβιβασμόςthe throwing back the accentmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… … Dictionary of Greek
πόνηρος — ήρη, ον, Α (για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος. επίρρ... πονήρως με πόνηρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… … Dictionary of Greek